Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2010

Ελιά και λάδι στον χρόνο

Η ελιά στη Μεσόγειο και στον κόσμο                                                 

Ένα από τα κύρια γνωρίσματα των χωρών που βρίσκονται γύρω από την υδάτινη λεκάνη της Μεσογείου είναι η παρουσία ελαιόδεντρων. Η ελιά είναι σχεδόν βέβαιο ότι αυτοφυόταν στις χώρες της Μεσογείου από την εποχή της εμφάνισης των πρώτων ανθρώπων στην περιοχή. Αυτό άλλωστε καταμαρτυρούν τα απομεινάρια όλων σχεδόν των πολιτισμών που αναπτύχθηκαν στην ευρύτερη περιοχή.
Στην αρχαία Ελλάδα, η ελιά ήταν γνωστή για τα οφέλη της και τις χρησιμότητές της από πολύ παλιά όπως προκύπτει από αγγειογραφίες και τοιχογραφίες τόσο στην Κρήτη όσο και στην Ηπειρωτική Ελλάδα. Στην ελληνική μυθολογία η ελιά απαντάται ως δέντρο εξαιρετικά χρήσιμο τόσο για τον καρπό του όσο και για το ξύλο του. Είναι γνωστός δε ο μύθος ότι η θεά Αθηνά δώρισε στους πολίτες των Αθηνών ένα δέντρο ελιάς για να κερδίσει τον Ποσειδώνα και να εκλεγεί προστάτιδα της πόλης που γι' αυτό το λόγο πήρε το όνομά της. Η καλλιέργεια της ελιάς στην αρχαία Ελλάδα ξεκίνησε από την Κρήτη γύρω στο 3500 π.Χ., αλλά σύντομα επεκτάθηκε και στις υπόλοιπες περιοχές. Στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η ελιά καλλιεργούνταν στην αρχαία Ελλάδα τόσο για τη βρώση της όσο και για το λάδι της που χρησιμοποιούταν και ως καλλυντικό, υπάρχουν στην Κνωσό, στη Θήρα, στις Μυκήνες και σε όλες σχεδόν τις ελληνικές πόλεις στις οποίες άκμασε σπουδαίος πολιτισμός κατά της αρχαιότητα.
Κατά τα χρόνια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας η καλλιέργεια της ελιάς εξαπλώθηκε και στις υπόλοιπες χώρες της Μεσογείου (Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία κτλ.), ενώ οι πρώτοι άποικοι του νέου κόσμου μετέφεραν την ελιά εκεί, για να φθάσει στις μέρες μας να καλλιεργείται σε πολλές χώρες της Κεντρικής Αμερικής. Σήμερα, η ελιά συνεχίζει να αποτελεί ένα από πιο χρήσιμα δέντρα λόγω των πολλών ωφελειών της. Ο καρπός της αποτελεί μοναδική λιχουδιά σε κάθε είδους τραπέζι, το λάδι της θεωρείται το πιο πλούσιο και υγιεινό φυτικό λάδι και συνιστάται σε όλα σχεδόν τα διαιτολόγια, το ξύλο της χρησιμοποιείται τόσο στην ξυλογλυπτική όσο και ως υλικό καύσης, τα φύλλα της δίνονται στα ζώα για τροφή ενώ από το κουκούτσι της παράγεται λάδι ειδικών χρήσεων.

Η πρώτη καλλιέργεια της ελιάς                                                                                                                 

Οι περισσότερες από τις μέχρι σήμερα δημοσιευμένες μελέτες έχουν υποστηρίξει ποικίλες απόψεις για την καλλιέργεια και την εξάπλωση της ελιάς στο μεσογειακό και ευρύτερο μεσανατολικό χώρο. Οι εμπορικοί δρόμοι και οι επαφές μεταξύ των λαών δημιούργησαν τις προϋποθέσεις διάδοσης αυτής της σημαντικής καλλιέργειας. Πρόγονος της καλλιεργήσιμης ελιάς θεωρείται συνήθως η ποικιλία της γνωστής ακόμη και σήμερα αγριελιάς που μπορεί να τη συναντήσει κανείς στην Κρήτη, στην Πελοπόννησο και σε άλλες περιοχές της νότιας Ελλάδας, στη Βόρεια Αφρική, στη Μικρά Ασία κ.α. και υποστηρίζεται ότι η σημερινή μεσογειακή ελιά προέρχεται από το φυτό olea chrysophylla.
 Κάπου στα προϊστορικά χρόνια ο άνθρωπος των μεσογειακών περιοχών δεν αρκέστηκε στην τυχαία ανεύρεση ελαιοκάρπου τον οποίο χρησιμοποιούσε στη διατροφή του, ίσως και για την παραγωγή ελαιολάδου (από άγρια δέντρα), αλλά αναζήτησε τον τρόπο για πιο συστηματικές καλλιέργειες ελαιοδέντρων. Σκέφτηκε, δηλαδή, να οργανώσει την παραγωγή του ελαιοκάρπου και πιθανώς του ελαιολάδου είτε δημιουργώντας ελαιόφυτα είτε εξημερώνοντας το ως τότε άγριο και αυτοφυές ελαιόδεντρο. Η διαδικασία αυτή υπήρξε μακροχρόνια και επίπονη. Και εικάζεται πως η περιοχή από την οποία ξεκίνησε η συστηματοποίηση της ελαιοκαλλιέργειας ήταν η Κρήτη. Ο Γάλλος ερευνητής Paul Faure υποστηρίζει πως οι κάτοικοι της νεολιθικής Κρήτης ήταν εκείνοι που καλλιέργησαν την ήμερη ποικιλία της ελιάς: « Στους χωρικούς της Μεγαλονήσου ανήκει η τιμή ότι μεταμόρφωσαν τις αγριελιές σε καλλιεργήσιμα δέντρα», τονίζει. Κάποιοι ερευνητές υποστηρίζουν πως η καλλιέργεια της ελιάς είχε ήδη αναπτυχθεί στη Μέση Ανατολή, πλην όμως είναι πολύ δύσκολοι οι ακριβείς χρονικοί προσδιορισμοί σε τόσο μακρινές εποχές, ενώ άλλοι μιλούν για εξημέρωση της ελιάς όταν πια ο περίφημος μινωικός πολιτισμός είχε αναπτύξει εμπορικές σχέσεις με γειτονικούς λαούς. Αναμφισβήτητα η συστηματική καλλιέργεια της ελιάς συνέβαλε στην αλματώδη ανάπτυξη του μινωικού πολιτισμού. «Η οικονομική βάση για την πρόοδο κατά την Τρίτη χιλιετία ήταν η εντατική καλλλιέργεια της ελιάς και της αμπέλου, που μετέφερε το κέντρο βάρους από τις εύφορες πεδιάδες της Βόρειας Ελλάδας στις βουνοπλαγιές της νότιας και στα νησιά.

Η ελιά στην αρχαιότητα                                                                                                                  

Για την καλλιέργεια της ελαίας, ο Θεόφραστος γράφει πως η εξάπλωση του δέντρου γινόταν με πολλούς τρόπους, αλλά όχι με μπήξιμο ενός κλαδιού στη γη, όπως γίνεται με τη συκιά και τη ροδιά. Αντίθετα, χώνοντας τα κουκούτσια της ελιάς στη γη θα φυτρώσουν απλώς αγριελιές. Όταν μάλιστα επισκέφθηκε τον Τάραντα της Ιταλίας, βλέποντας τους εκεί ελαιώνες, έγραψε ότι τα δέντρα πρέπει να διατηρούνται κοντά και μάλιστα όσο λιγότερα κλαδιά έχουν τόσο καλύτερα θα αναπτυχθούν και θα δώσουν περισσότερο καρπό. Συμπληρώνει δε ότι η αγριελιά δε γίνεται ποτέ ήμερη. Ωστόσο, λέει, μερικοί ισχυρίζονται πως αν μεταφυτευτεί, αφού της κόψουν το φύλλωμα, τότε ξαναφυτρώνει και δίνει ελιές.
Ο Σόλων, στους σχετικούς με την ελιά νόμους του, καθόριζε την απόσταση φύτευσης σε τουλάχιστον εννέα πόδια η μία από την άλλη. Εξάλλου, συχνή, κατά την αρχαιότητα, ήταν η φύτευση συκιάς πλάι σε ελαιόδεντρο, επικρατούσε δε η αντίληψη ότι αν φυτευθεί κλαδί ελιάς μέσα στον κορμό μιας συκιάς, θα αναπτυχθεί.


Το ελαιομάζωμα στην αρχαιότητα και σήμερα                                                                                              Το μάζεμα της ελιάς κατά την αρχαιότητα γινόταν κυρίως με το ραβδισμό, παρότι οι αρχαίοι συγγραφείς καταδίκαζαν τη μέθοδο αυτή. Ο Πλίνιος επανειλημμένα συνιστά: «μην κουνάτε και μη ραβδίζεται τα δέντρα σας. Το μάζεμα με το χέρι ναι μεν είναι δαπανηρό, αλλά δεν καταστρέφει τα φύλλα και τα τρυφερά βλαστάρια», κι ο Θεόφραστος βεβαιώνει τους καλλιεργητές ότι μόνο το μάζεμα με το χέρι εξασφαλίζει κάθε χρόνο μεγάλη καρποφορία. Τέλος, σχετικά με τις ασθένειες που πλήττουν το δέντρο της ελιάς, ο Φλωρεντίνος, αναφερόμενος σ? αυτές και τη θεραπεία τους, έγραφε: «?πρέπει λοιπόν, αν βρούμε, ότι οι ρίζες του δέντρου ξεραίνονται και είναι άρρωστες, να ξέρουμε ότι αιτία είναι τα σκουλήκια, τα οποία βρίσκονται βαθιά στις ρίζες. Μπορούμε να τα εξαφανίσουμε με πολλούς τρόπους αλλά ο καλύτερος είναι να φυτέψουμε κοντά στις ρίζες της ελιάς σκυλοκρόμμυδες». Το μάζεμα του ελαιοκάρπου γίνεται συνήθως αργά το φθινόπωρο, όταν ο πράσινος καρπός της ελιάς κοκκινίζει και αρχίζει να αποκτά ένα λαμπερό μαυροϊδές χρώμα. Είναι τότε που η ωρίμανση της ελιάς φτάνει σε ένα ικανοποιητικό στάδιο και έχει αρκετή ποσότητα ελαιολάδου. Ο ελαιόκαρπος στην Ελλάδα μαζεύεται σήμερα με ειδικές «ελαιοραβδιστικές» μηχανές. Στην κεφαλή μιας μεταλλικής ράβδου υπάρχουν περιστρεφόμενα τμήματα από πλαστικό. Με μια ηλεκτρογεννήτρια η κεφαλή περιστρέφεται χτυπώντας τα κλαδιά της ελιάς. Ο ελαιόκαρπος πέφτει γρήγορα και εύκολα πάνω σε πλαστικά δίχτυα. Σε πολλές περιοχές έχουν ειδικά κόσκινα, όπου γίνεται διαλογή των σπασμένων κλαδιών. Στη συνέχεια οι ελιές σακιάζονται ή μπαίνουν σε πλαστικά κιβώτια και οδηγούνται στα ελαιοτριβεία.
Η μεγάλη εξέλιξη στην παραγωγή του ελαιολάδου ήρθε τον 20ο αιώνα και μάλιστα με ταχύτατα βήματα. Οι παραδοσιακές μέθοδοι αντικαταστάθηκαν με ελαιοδιαχωριστήρες, η παραγωγικότητα αυξήθηκε με την εξάπλωση των υδραυλικών πιεστηρίων και από τη δεκαετία του 1930-1940 παρατηρείται το φαινόμενο της ταχείας εγκατάλειψης των παραδοσιακών ελαιοτριβείων, που οι πέτρες τους γύριζαν με άλογα ή βόδια.


Στα σύγχρονα ελαιοτριβεία                                                                                                                      

Εν τούτοις υπήρξαν περιπτώσεις που παραδοσιακά ελαιοτριβεία λειτούργησαν σύμφωνα με την αρχαία μέθοδο μέχρι και τη δεκαετία του 1980! Αυτό συνέβαινε μόνο σε απομονωμένες περιοχές όπου δεν υπήρχε μεγάλη παραγωγή ελαιολάδου.
Αφού μεταφερθεί στο ελαιοτριβείο ο ελαιόκαρπος ακολουθεί η διαδικασία επεξεργασίας του που συνίσταται:


  • Στο «άλεσμα» (σπάσιμο) της ελιάς. Μετά την πολτοποίηση παράγεται μια παχύρευστη ζύμη στην οποία περιέχεται όχι μόνο το λάδι αλλά και όλα τα συστατικά της ελιάς (απόνερα κλπ).


  • Στη διαδικασία μάλαξης της ελαιοζύμης.


  • Στον διαχωρισμό του ελαιολάδου από τα υγρά (απόβλητα) τα οποία περιέχονται στον ελαιόκαρπο και τα στερεά υπολείμματα (πυρήνα).


  • Ο διαχωρισμός του ελαιολάδου γίνεται με πίεση, με φυγοκέντρηση ή με τη, σχετικά πιο σύγχρονη, μέθοδο της σαφήνειας.
Η σύνδεση του ελαιοκάρπου με τη λατρεία αλλά και το διατροφικό πολιτισμό κάνει ακόμη πιο κατανοητό το φαινόμενο που συναντούν οι αρχαιολόγοι όταν σκάβουν μινωικούς τάφους, ιδιαίτερα στην νότια Κρήτη, στο μεγάλο και εύφορο κάμπο της Μεσσαράς, ή ακόμη και στην περιοχή του σημερινού Ηρακλείου. Δίπλα στα λείψανα των ενταφιασμένων Κρητών της μινωικής περιόδου βρίσκουν κουκούτσια βρώσιμης ελιάς.

Οι «Μορίες » Ελιές των Αθηνών

Η Ελιά που κατά τον Mύθο (Σταύρου, 2001) φυτεύτηκε από την Αθηνά στην Ακρόπολη, ονομαζόταν «Μορία Ελαία» και θεωρούνταν σαν η πρώτη ήμερη Ελιά που υπήρχε στην Αθήνα και σε όλο τον κόσμο.
Από την ιερή ελιά της Ακρόπολης, κατά τους θρύλους, δημιουργήθηκαν οι δώδεκα ελιές της Ακαδημίας που αντιστοιχούσαν, όπως λέγεται, στις δώδεκα πύλες της και από αυτές δημιουργήθηκε μετά ολόκληρο το ιερό Δάσος των Αθηνών. Όλα τα ιερά της Αθηνάς είχαν ιερές (Μορίες) ελιές και αρκετά από αυτά περικυκλωνόταν από ελαιώνες ολόκληρους. Προστάτης των ιερών (μορίων) ελαιών θεωρείτο o Δίας γιαυτό και υπήρχε άγαλμα του «Μορίου Διός» μέσα στον σηκό στην Ακρόπολη

Προέλευση της ονομασίας «Μορίαι»

Για την προέλευση της ονομασίας «Μορίαι» των ιερών δέντρων, αναφέρονται διάφορες εκδοχές.
Σύμφωνα με μια εκδοχή (Ψιλάκης, 1999) η ονομασία μπορεί να οφείλεται στο ότι πιστευόταν ότι οι ελιές αυτές ήταν «μεμορημέναι …ως αποκοπείσαι η πολλαπλασιασθείσαι εκ της πρώτης και αρχεγόνου ελαίας».
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή (Σταματοπούλου,2003) η ονομασία «Μορίαι» αποδόθηκε στα δέντρα, λόγω του θανάτου (μόρου) του Αλιρρόθιου, γιου του Ποσειδώνα, που αποφάσισε με προτροπή του πατέρα του να κόψει τις ιερές ελιές, που είχαν προέλθει από την πρώτη ελιά, γιατί εξαιτίας της έχασε την πατρότητα της Αθήνας. Όταν όμως ο Αλιρρόθιος, κατά την παράδοση, ύψωσε τον πέλεκυ για να κόψει τις ιερές ελιές, αυτός έπεσε και τον χτύπησε θανάσιμα. Γιαυτό οι ιερές ελιές που προκάλεσαν τον θάνατό του (μόρο) ονομάστηκαν Μορίαι.
Πάντως τα σημερινά δεδομένα συνηγορούν ότι η ονομασία «Μορία» μάλλον προέρχεται από την λέξη μόριο που σημαίνει τμήμα, τεμάχιο. Κι αυτό γιατί η ελιά της Ακρόπολης (ανεξάρτητα του πως βρέθηκε εκεί) σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες ήταν ήμερη και είναι φανερό ότι οι άνθρωποι της εποχής θα ήθελαν να αποκτήσουν και άλλα δέντρα όμοια με αυτή. Αυτό όμως δεν μπορούσε να γίνει, σύμφωνα με όσα σήμερα είναι επιστημονικώς γνωστά, παρά μόνο με την χρήση κάποιου τμήματος (μορίου) από τα σωματικά κύτταρα του δέντρου. Το τμήμα αυτό μπορεί να ήταν ανάλογα με τις τότε γνώσεις πολλαπλασιασμού ένα απλό μάτι η ένα βλαστός (εμβόλιο) με το οποίο μπορούσε να εμβολιαστεί κάποιο άλλο άγριο δέντρο, ένας γόγγρος (τεμάχιο) η μια παραφυάδα από την βάση του δέντρου, η ένα μόσχευμα (τεμάχιο από ένα κλώνο του δέντρου) το οποίο μπορούσε να φυτευτεί και να δώσει ένα νέο δέντρο.

Νομική προστασία των «Μοριών»

Οι Μορίες ελιές αρχικά ήταν συγκεντρωμένες στην Ακαδημία όπου υπήρχε το ιερό άλσος. Αργότερα όμως καταγράφηκαν ως Μορίες όλες οι παλιές ελιές της Αττικής και υπήρχε ειδική νομοθεσία για την προστασία τους αλλά και κανόνες για την καλλιέργεια τους.
Ο Αριστοτέλης μας πληροφορεί σχετικά με την διατήρηση, τον τρόπο συγκομιδής και την διάθεση του ελαιόλαδου των Μοριών. Ο ιδιοκτήτες των ιερών δέντρων ήταν υποχρεωμένοι να τα προστατεύουν, να μην καλλιεργούν γύρω από αυτά και να διατηρούν τον ξύλινο φράκτη προστασίας τους που ονομαζόταν «σηκός». Υπήρχαν ειδικοί «επιγνώστες» για τον έλεγχο της καλής τους κατάστασης. Καταστροφή κάποιου δένδρου θεωρείτο πράξη της οποίας ο υπαίτιος «εζημιούτο θανάτω». Οι ιδιοκτήτες ιερών δένδρων υποχρεωνόταν να διατηρούν ακόμα και τους κορμούς τους όταν από κάποια αιτία ξεραινόταν γιατί υπήρχε το ενδεχόμενο της αναβλάστησης τους.

Οι «Μορίες στον Αθλητισμό.

Το λάδι που παραγόταν από τις «Μορίες» ελιές παραδιδόταν στους «Ταμίες» της Ακρόπολης οι οποίοι το φύλαγαν για να το μοιράσουν κατά τα Παναθήναια στους Αθλητές για να αλείψουν τα σώματα τους, η στους «αθλοθέτες» που έδιδαν αμφορείς γεμάτους με ελαιόλαδο στους νικητές των Παναθηναϊκών αγώνων .
Αμφορέας με ελαιόλαδο των Παναθηναϊκών αγώνων

Μέχρι το 390 π.χ. , σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η Πόλη παραχωρούσε το δικαίωμα της συλλογής των Μοριών στους ιδιοκτήτες τους οι οποίοι είχαν υποχρέωση να αποδίδουν μια συγκεκριμένη ποσότητα λαδιού για κάθε δέντρο τον χρόνο. Αργότερα όμως η Πόλη ανέθετε την συγκομιδή των Μοριών σε ένα σημαντικό Δημόσιο άρχοντα που ονομαζόταν «Επώνυμος» γιατί αυτός θα έδιδε το όνομα του στο έτος που θα βρισκόταν στην εξουσία. Οι ιδιοκτήτες των Μοριών ήταν υποχρεωμένοι να δώσουν στον «Επώνυμο» μια ποσότητα ίση προς «τρία ημικοτύλια από του στελέχους έκάστου» ποσοτητα που ισοδυναμούσε με μισό λίτρο από κάθε δέντρο.

Αγιο το Μύρο, αρχαίοι οι αμφορείς

Της Ν. ΚΟΝΤΡΑΡΟΥ - ΡΑΣΣΙΑ, Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Ο καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας Πάνος Βαλαβάνης έψαξε να βρει τις ρίζες των αργυρών αγγείων, που υποδέχονται κάθε δέκα χρόνια στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως το ιερό αρωματικό λάδι για το Χρίσμα. Η έρευνά του τον πήγε πίσω στα πήλινα αττικά μελανόμορφα αγγεία, που γέμιζαν στην Αρχαία Αθήνα με αγνό ελληνικό «έλαιον». Ακόμα ένα παράδειγμα συνάντησης της νέας θρησκείας με την ειδωλολατρική παράδοση
Το Αγιο Μύρο του Χρίσματος και το ιερό λάδι της Αθηνάς δεν ξέρουμε αν μοσχοβολούσαν το ίδιο. Ούτε αν το «έλαιον», με το οποίο γέμιζαν οι παναθηναϊκοί αμφορείς στην αρχαιότητα, περιείχε έστω και ένα από τα 57 ευωδιαστά συστατικά που αποτελούν το Αγιο Μύρο που παρασκευάζεται στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης κάθε δέκα χρόνια και αποστέλλεται σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες για το μυστήριο του Χρίσματος (μετά τη βάπτιση).

Οι παναθηναϊκοί αμφορείς περιείχαν λάδι από τις ιερές ελιές της Αθηνάς. Οι «ιερές στάμνες» γεμίζουν με Αγιο Μύρο. Ο συμβολισμός και η σχέση μεταξύ τους προφανής

Υπάρχει ωστόσο ανάμεσά τους ένα κοινό σημείο. Κι αυτό δεν είναι άλλο από τα αγγεία, που χρησιμοποιούνται σήμερα για τον καθαγιασμό του Αγιου Μύρου μετά την παρασκευή του (έψηση). Τα αγγεία αυτά είναι αργυρά και θυμίζουν αρχαίους αμφορείς.
Βλέποντας ο καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας Πάνος Βαλαβάνης σε μια αναμνηστική φωτογραφία τα 12 αργυρά αγγεία με το Αγιο Μύρο, που είχε παρασκευαστεί το 2002 στο Φανάρι, και καθώς εκείνη την εποχή τον απασχολούσαν οι παναθηναϊκοί αμφορείς, εστίασε την προσοχή του στο σχήμα που είχαν τα πολύτιμα αυτά σκεύη της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Κι άρχισε να ψάχνει το ιστορικό προέλευσής τους.
«Η πρώτη αυτόματη σκέψη, μόλις τα είδα, ήταν ότι εδώ έχουμε μπροστά μας ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα συνέχειας από την αρχαιότητα», μας λέει. «Το Χρίσμα, ως γνωστόν, είναι ένα από τα εφτά μυστήρια της Εκκλησίας και ακολουθεί το Βάπτισμα. Ο βαπτισθείς χρίεται με το Αγιο Μύρο, το ιερό αρωματικό λάδι που, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, αποτελεί το μέσον μετάδοσης του Αγίου Πνεύματος. Κατά τα πρώτα χριστιανικά έτη, η μετάδοση γινόταν δι' επιθέσεως των χειρών των Αποστόλων και κατόπιν των επισκόπων. Αργότερα, για καθαρά πρακτικούς λόγους, αποφασίστηκε η χρήση του μύρου, κατ' απομίμησιν διαδικασίας που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Από τη συγκρότηση της Εκκλησίας τον 8ο αι. ο καθαγιασμός του γινόταν από τους επισκόπους. Σιγά σιγά το δικαιώμα αυτό περιήλθε στους επισκόπους των σημαντικότερων Εκκλησιών, κατόπιν στους Πατριάρχες και, τέλος, μόνο στον Οικουμενικό Πατριάρχη».
Οι γραπτές μαρτυρίες (σε κώδικα) για την παρασκευή του μύρου ανάγονται στον 8ο αι. Υπάρχουν, όμως, ενδείξεις ότι από την ίδρυση του Πατριαρχείου τον 4ο αι. -εποχή που τελούνταν ακόμη στην Αθήνα τα Παναθήναια- η Θεία Χάρις δινόταν στους βαπτιζομένους με τον ίδιο τρόπο.
«Οι παναθηναϊκοί αμφορείς, τα πήλινα αττικά μελανόμορφα αγγεία που παράγονταν περίπου από το 560 π.Χ. μέχρι και τον 4ο αι. μ.Χ., κυκλοφορούσαν τότε σε όλες τις αγορές της Μεσογείου», λέει ο Πάνος Βαλαβάνης. «Η υιοθέτηση του συγκεκριμένου αγγείου από την πρώιμη χριστιανική Εκκλησία θα μπορούσε να είχε γίνει όχι μόνον επειδή ήταν φορέας ιερού ελαίου, αλλά και επειδή ο παναθηναϊκός αμφορέας συμβόλιζε τη δόξα και την αρετή του κατόχου του».
Πώς θα μπορούσε, όμως, η νέα θρησκεία, που πολέμησε τόσο την ειδωλολατρική παράδοση κι έφτασε να απολαξεύσει ακόμη και τα έργα του Φειδία πάνω στον Παρθενώνα, να χρησιμοποιήσει ένα παναθηναϊκό αγγείο; Και τι σχέση έχουν οι πήλινοι παναθηναϊκοί αμφορείς με τα μεταλλικά αγγεία του Πατριαρχείου; Μήπως λοιπόν είναι νεότερη η υιοθέτηση του σχήματος του αμφορέα για την τοποθέτηση του Αγιου Μύρου;
Ερευνώντας τη διαδικασία παρασκευής του Αγιου Μύρου -από την Κυριακή των Βαΐων έως και τη Μεγάλη Πέμπτη- «προέκυψε ότι τα αργυρά αγγεία είχαν κατασκευαστεί στη Βιέννη, κατόπιν παραγγελίας του Πατριάρχη Ιωακείμ του Γ', ενός καινοτόμου και οργανωτικού ιεράρχη, που κατείχε τον θώκο από το 1878-1884 και από το 1901-1912».
Ο λόγος κατασκευής των νέων αγγείων ήταν μάλλον συμβολικός. Μέχρι τότε χρησιμοποιούσαν 12 πήλινους πίθους, τις λεγόμενες «ιερές στάμνες», οι οποίες καλύπτονταν από βελούδινο ύφασμα και χρυσό σταυρό. Τα 12 αργυρά αγγεία έγιναν σε δύο δόσεις: τρία το 1903 «διά συνδρομής ευγενών Χριστιανών» και τα υπόλοιπα εννέα το 1912, πιθανόν με προσφορά της Αγίας και Μεγάλης Ρωσίας.
Εναν αιώνα πριν, στο Σκευοφυλάκιο του Πατριαρχείου Μόσχας φαίνεται πως υπήρχαν «16 αργυραί εσωτερικώς κεχρυσωμένοι λάγηνοι, σχήματος αρχαίου ελληνικού αμφορέως, κομψόταται, προς φύλαξιν του Αγίου Μύρου». Συνεπώς, επισημαίνει ο Πάνος Βαλαβάνης, «η ιδέα αντιγραφής ενός αρχαίου αγγείου προϋπήρξε (από τα τέλη του 18ου αιώνα). Ομως την εποχή εκείνη δεν είχαν έλθει ακόμη στο φως αρχαία αγγεία που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πρότυπα».
Ο κ. Βαλαβάνης συνέχισε την έρευνα και, κατόπιν υπόδειξης μιας παλαιάς φίλης του, εστράφη και στη Δύση. Σε ένα βιβλίο του καρδινάλιου Καρόλου Birromeus, γραμμένο το 1566, όπου δίδονται ακριβή σχέδια και οδηγίες κατασκευής των λειτουργικών σκευών της Καθολικής Εκκλησίας, είδε ένα από τα τρία αγγεία για το Αγιο Μύρο να μιμείται αρχαίο αμφορέα.
«Τα συγγενέστερα στο συγκεκριμένο σχήμα, παρ' όλο που απέχουν χρονολογικά, είναι δύο αμφορείς του 5ου και 4ου αι. π.Χ. από την περιοχή της Μακεδονίας, οι οποίοι εμφανίζουν, μάλιστα, και ένα άλλο χαρακτηριστικό, που το είδαμε στο σχέδιο του Birromeus: έχουν τοξωτή λαβή πάνω από το στόμιο». Δεν υποστηρίζει βέβαια ο Πάνος Βαλαβάνης ότι οι Δυτικοί αντέγραψαν τα συγκεκριμένα μακεδονικά αγγεία. «Πιο πιθανόν είναι να είχαν ως πρότυπο άλλα πολύ νεότερα, μάλλον των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων, το σχήμα των οποίων θα είχε προφανώς εξελιχθεί σε σχέση με τα κλασικά, από τα οποία ασφαλώς κατάγεται».
Καταλήγει, όμως, στο συμπέρασμα «ότι στην Ορθόδοξη και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία διαπιστώνεται συνειδητή επιλογή αγγείων του σχήματος του αμφορέα για την τοποθέτηση του Αγιου Μύρου. Η επιλογή αυτή συμβαίνει σε δύο περιόδους επιστροφής και μίμησης αρχαίων προτύπων, στη μία κατά την Αναγέννηση, στην άλλη κατά τον νεοκλασικισμό. Επιπροσθέτως, την περίπτωση της Κωνσταντινούπολης μπορούμε να την εντάξουμε μέσα στο πλαίσιο του ελληνοχριστιανικού συγκρητισμού, λόγω της παρουσίας του Πατριαρχείου σε υπόδουλη περιοχή». *