Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2010

Αγιο το Μύρο, αρχαίοι οι αμφορείς

Της Ν. ΚΟΝΤΡΑΡΟΥ - ΡΑΣΣΙΑ, Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Ο καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας Πάνος Βαλαβάνης έψαξε να βρει τις ρίζες των αργυρών αγγείων, που υποδέχονται κάθε δέκα χρόνια στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως το ιερό αρωματικό λάδι για το Χρίσμα. Η έρευνά του τον πήγε πίσω στα πήλινα αττικά μελανόμορφα αγγεία, που γέμιζαν στην Αρχαία Αθήνα με αγνό ελληνικό «έλαιον». Ακόμα ένα παράδειγμα συνάντησης της νέας θρησκείας με την ειδωλολατρική παράδοση
Το Αγιο Μύρο του Χρίσματος και το ιερό λάδι της Αθηνάς δεν ξέρουμε αν μοσχοβολούσαν το ίδιο. Ούτε αν το «έλαιον», με το οποίο γέμιζαν οι παναθηναϊκοί αμφορείς στην αρχαιότητα, περιείχε έστω και ένα από τα 57 ευωδιαστά συστατικά που αποτελούν το Αγιο Μύρο που παρασκευάζεται στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης κάθε δέκα χρόνια και αποστέλλεται σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες για το μυστήριο του Χρίσματος (μετά τη βάπτιση).

Οι παναθηναϊκοί αμφορείς περιείχαν λάδι από τις ιερές ελιές της Αθηνάς. Οι «ιερές στάμνες» γεμίζουν με Αγιο Μύρο. Ο συμβολισμός και η σχέση μεταξύ τους προφανής

Υπάρχει ωστόσο ανάμεσά τους ένα κοινό σημείο. Κι αυτό δεν είναι άλλο από τα αγγεία, που χρησιμοποιούνται σήμερα για τον καθαγιασμό του Αγιου Μύρου μετά την παρασκευή του (έψηση). Τα αγγεία αυτά είναι αργυρά και θυμίζουν αρχαίους αμφορείς.
Βλέποντας ο καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας Πάνος Βαλαβάνης σε μια αναμνηστική φωτογραφία τα 12 αργυρά αγγεία με το Αγιο Μύρο, που είχε παρασκευαστεί το 2002 στο Φανάρι, και καθώς εκείνη την εποχή τον απασχολούσαν οι παναθηναϊκοί αμφορείς, εστίασε την προσοχή του στο σχήμα που είχαν τα πολύτιμα αυτά σκεύη της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Κι άρχισε να ψάχνει το ιστορικό προέλευσής τους.
«Η πρώτη αυτόματη σκέψη, μόλις τα είδα, ήταν ότι εδώ έχουμε μπροστά μας ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα συνέχειας από την αρχαιότητα», μας λέει. «Το Χρίσμα, ως γνωστόν, είναι ένα από τα εφτά μυστήρια της Εκκλησίας και ακολουθεί το Βάπτισμα. Ο βαπτισθείς χρίεται με το Αγιο Μύρο, το ιερό αρωματικό λάδι που, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, αποτελεί το μέσον μετάδοσης του Αγίου Πνεύματος. Κατά τα πρώτα χριστιανικά έτη, η μετάδοση γινόταν δι' επιθέσεως των χειρών των Αποστόλων και κατόπιν των επισκόπων. Αργότερα, για καθαρά πρακτικούς λόγους, αποφασίστηκε η χρήση του μύρου, κατ' απομίμησιν διαδικασίας που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Από τη συγκρότηση της Εκκλησίας τον 8ο αι. ο καθαγιασμός του γινόταν από τους επισκόπους. Σιγά σιγά το δικαιώμα αυτό περιήλθε στους επισκόπους των σημαντικότερων Εκκλησιών, κατόπιν στους Πατριάρχες και, τέλος, μόνο στον Οικουμενικό Πατριάρχη».
Οι γραπτές μαρτυρίες (σε κώδικα) για την παρασκευή του μύρου ανάγονται στον 8ο αι. Υπάρχουν, όμως, ενδείξεις ότι από την ίδρυση του Πατριαρχείου τον 4ο αι. -εποχή που τελούνταν ακόμη στην Αθήνα τα Παναθήναια- η Θεία Χάρις δινόταν στους βαπτιζομένους με τον ίδιο τρόπο.
«Οι παναθηναϊκοί αμφορείς, τα πήλινα αττικά μελανόμορφα αγγεία που παράγονταν περίπου από το 560 π.Χ. μέχρι και τον 4ο αι. μ.Χ., κυκλοφορούσαν τότε σε όλες τις αγορές της Μεσογείου», λέει ο Πάνος Βαλαβάνης. «Η υιοθέτηση του συγκεκριμένου αγγείου από την πρώιμη χριστιανική Εκκλησία θα μπορούσε να είχε γίνει όχι μόνον επειδή ήταν φορέας ιερού ελαίου, αλλά και επειδή ο παναθηναϊκός αμφορέας συμβόλιζε τη δόξα και την αρετή του κατόχου του».
Πώς θα μπορούσε, όμως, η νέα θρησκεία, που πολέμησε τόσο την ειδωλολατρική παράδοση κι έφτασε να απολαξεύσει ακόμη και τα έργα του Φειδία πάνω στον Παρθενώνα, να χρησιμοποιήσει ένα παναθηναϊκό αγγείο; Και τι σχέση έχουν οι πήλινοι παναθηναϊκοί αμφορείς με τα μεταλλικά αγγεία του Πατριαρχείου; Μήπως λοιπόν είναι νεότερη η υιοθέτηση του σχήματος του αμφορέα για την τοποθέτηση του Αγιου Μύρου;
Ερευνώντας τη διαδικασία παρασκευής του Αγιου Μύρου -από την Κυριακή των Βαΐων έως και τη Μεγάλη Πέμπτη- «προέκυψε ότι τα αργυρά αγγεία είχαν κατασκευαστεί στη Βιέννη, κατόπιν παραγγελίας του Πατριάρχη Ιωακείμ του Γ', ενός καινοτόμου και οργανωτικού ιεράρχη, που κατείχε τον θώκο από το 1878-1884 και από το 1901-1912».
Ο λόγος κατασκευής των νέων αγγείων ήταν μάλλον συμβολικός. Μέχρι τότε χρησιμοποιούσαν 12 πήλινους πίθους, τις λεγόμενες «ιερές στάμνες», οι οποίες καλύπτονταν από βελούδινο ύφασμα και χρυσό σταυρό. Τα 12 αργυρά αγγεία έγιναν σε δύο δόσεις: τρία το 1903 «διά συνδρομής ευγενών Χριστιανών» και τα υπόλοιπα εννέα το 1912, πιθανόν με προσφορά της Αγίας και Μεγάλης Ρωσίας.
Εναν αιώνα πριν, στο Σκευοφυλάκιο του Πατριαρχείου Μόσχας φαίνεται πως υπήρχαν «16 αργυραί εσωτερικώς κεχρυσωμένοι λάγηνοι, σχήματος αρχαίου ελληνικού αμφορέως, κομψόταται, προς φύλαξιν του Αγίου Μύρου». Συνεπώς, επισημαίνει ο Πάνος Βαλαβάνης, «η ιδέα αντιγραφής ενός αρχαίου αγγείου προϋπήρξε (από τα τέλη του 18ου αιώνα). Ομως την εποχή εκείνη δεν είχαν έλθει ακόμη στο φως αρχαία αγγεία που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πρότυπα».
Ο κ. Βαλαβάνης συνέχισε την έρευνα και, κατόπιν υπόδειξης μιας παλαιάς φίλης του, εστράφη και στη Δύση. Σε ένα βιβλίο του καρδινάλιου Καρόλου Birromeus, γραμμένο το 1566, όπου δίδονται ακριβή σχέδια και οδηγίες κατασκευής των λειτουργικών σκευών της Καθολικής Εκκλησίας, είδε ένα από τα τρία αγγεία για το Αγιο Μύρο να μιμείται αρχαίο αμφορέα.
«Τα συγγενέστερα στο συγκεκριμένο σχήμα, παρ' όλο που απέχουν χρονολογικά, είναι δύο αμφορείς του 5ου και 4ου αι. π.Χ. από την περιοχή της Μακεδονίας, οι οποίοι εμφανίζουν, μάλιστα, και ένα άλλο χαρακτηριστικό, που το είδαμε στο σχέδιο του Birromeus: έχουν τοξωτή λαβή πάνω από το στόμιο». Δεν υποστηρίζει βέβαια ο Πάνος Βαλαβάνης ότι οι Δυτικοί αντέγραψαν τα συγκεκριμένα μακεδονικά αγγεία. «Πιο πιθανόν είναι να είχαν ως πρότυπο άλλα πολύ νεότερα, μάλλον των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων, το σχήμα των οποίων θα είχε προφανώς εξελιχθεί σε σχέση με τα κλασικά, από τα οποία ασφαλώς κατάγεται».
Καταλήγει, όμως, στο συμπέρασμα «ότι στην Ορθόδοξη και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία διαπιστώνεται συνειδητή επιλογή αγγείων του σχήματος του αμφορέα για την τοποθέτηση του Αγιου Μύρου. Η επιλογή αυτή συμβαίνει σε δύο περιόδους επιστροφής και μίμησης αρχαίων προτύπων, στη μία κατά την Αναγέννηση, στην άλλη κατά τον νεοκλασικισμό. Επιπροσθέτως, την περίπτωση της Κωνσταντινούπολης μπορούμε να την εντάξουμε μέσα στο πλαίσιο του ελληνοχριστιανικού συγκρητισμού, λόγω της παρουσίας του Πατριαρχείου σε υπόδουλη περιοχή». *



Δεν υπάρχουν σχόλια: